κραταιῶν

κραταιῶν
κραταιά
fem gen pl
κραταιός
strong
fem gen pl
κραταιός
strong
masc/neut gen pl
κραταιόω
strengthen
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
κραταιόω
strengthen
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
κραταιόω
strengthen
pres part act masc nom sg
κραταιόω
strengthen
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”